- μονόκυθρον
- μονόκυθρον, τὸ (Μ)είδος φαγητού, ιδίως τών μοναχών, από διάφορα υλικά που βράζουν στην ίδια χύτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κύθρα «χύτρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοκυθρίτσιν — μονοκυθρίτσιν, τὸ (Μ) μονόκυθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόκυθρον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κρασ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek